- γαλήνειος
- -α και -ος, -ο (Μ γαλήνειος, -ον)1. αυτός που αναφέρεται στον Γαληνό2. το ουδ. ως ουσ. φάρμακο που χρησιμοποιήθηκε ή επινοήθηκε από τον Γαληνόνεοελλ.«γαλήνειος φλέβα» — η μεγάλη φλέβα του εγκεφάλου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαληνικός — ή, ό(ν) ο γαλήνειος … Dictionary of Greek